Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια
της Harper Lee
Το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” είναι ένα κλασσικό βιβλίο, που μάλιστα διδάσκεται στα σχολεία των Η.Π.Α. Είναι ένα βιβλίο-ορόσημο κατά του ρατσισμού, που μας προβληματίζει και μας βάζει προ των ευθυνών μας.
Γι’ αυτό το κλασσικό αριστούργημα έχουν ήδη γίνει χιλιάδες κριτικές, μα δεν θα μπορούσα να μη μιλήσω γι’ αυτό. Το αγάπησα από την αρχή μέχρι το τέλος!

Όλα ξεκινούν όταν ο πατέρας της Σκάουτ αναλαμβάνει μια υπόθεση υπεράσπισης ενός μαύρου, του Τομ. Ο Τομ κατηγορείται για ένα έγκλημα που δεν έκανε, μα σε μια τέτοια κοινωνία φαντάζει ακατανόητο το να αθωωθεί ένας μαύρος – γιατί πολύ απλά δεν είναι σαν κι αυτούς.
Η πράξη αυτή του Άτικους να τον υπερασπιστεί φέρνει πολλές αντιδράσεις στην πόλη, που βέβαια επηρεάζουν και τα παιδιά. Η Σκάουτ και ο Τζεμ προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν χωρίς να χάσουν την πίστη τους στον πατέρα τους και στον κόσμο της δικαιοσύνης, που έχουν πλάσει στο μυαλό τους.
Ο Άτικους για μένα είναι ένας από τους πιο αγαπητούς πατεράδες στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ο τρόπος με τον οποίο μιλάει και εξηγεί τη ζωή στα παιδιά είναι εξαιρετικός. Στα παιδιά πρέπει να μιλάμε όπως σε κάθε άλλον και να τους εξηγούμε τα πάντα. Ο Άτικους έκανε αυτό ακριβώς και όποιος διαβάζει το βιβλίο σίγουρα υπογραμμίζει τις συμβουλές του. Η Σκάουτ έβαλε πολύ καλά στο μυαλό της αυτό που της είπε ο πατέρας της, ότι δεν μπορείς να καταλάβεις απόλυτα τον άλλον αν δεν μπεις στη θέση του· όμως ήταν πολλά που δεν μπορούσε να καταλάβει.
Στο βιβλίο βλέπουμε τα στερεότυπα μιας κοινωνίας, που στα μάτια των παιδιών μοιάζουν δίχως κανένα νόημα. Αυτό του ρατσισμού είναι αδιανόητο για τη μικρή Σκάουτ: «Όχι Τζεμ, εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μόνο ένα είδος ανθρώπων: Άνθρωποι».
Επίσης, βλέπουμε το στερεότυπο της θέσης της γυναίκας. Σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, η Σκάουτ θα έπρεπε να αρχίσει να φοράει φορέματα και να σταματήσει να παίζει στην αυλή με τα αγόρια και να λερώνεται. Αυτό σίγουρα δεν της φαινόταν σωστό και δεν ήθελε να το κάνει με τίποτα.
Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται σε μια συμβουλή του Άτικους προς τα παιδιά του:
Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις κοτσύφια. […] Τα κοτσύφια δε μας βλάπτουν σε τίποτα, κελαηδάνε μονάχα για να τ’ ακούμε εμείς και να χαιρόμαστε. Δε χαλάνε τους κήπους μας, δεν τρώνε τα σπαρτά μας, μόνο ομορφαίνουν τη ζωή μας με το τραγούδι τους χωρίς να ζητούν τίποτε. Γι’ αυτό είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια.
…όπου τα κοτσύφια είναι οι ήσυχοι άνθρωποι που δεν προκαλούν προβλήματα, όπως ο Τομ που άδικα κατηγορήθηκε για ένα έγκλημα που δεν έπραξε.
Η ιστορία εξελίσσεται με μια ευχάριστη ροή, ο λόγος είναι αρκετά απλός μέσα από τα μάτια ενός παιδιού και προκαλεί στον αναγνώστη μια κοινωνική ευαισθησία, καθώς θίγονται θέματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον ρατσισμό. Θέματα που είναι διαχρονικά, αν αναλογιστούμε την κατάσταση στις μέρες μας. Τα πράγματα σίγουρα έχουν αλλάξει από τότε. Ο διαχωρισμός μαύρων–λευκών έχει εξαλειφθεί –τουλάχιστον σε έναν βαθμό–, όμως σίγουρα ο ρατσισμός υπάρχει και τον βιώνουμε το ίδιο έντονα.
Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε αυτό το βιβλίο και να δείτε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, που είναι απαλλαγμένο από κάθε προκατάληψη και στερεότυπο και που πιστεύει πως υπάρχει μόνο μία κατηγορία ανθρώπων : Άνθρωποι.
H ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Η Nelle Harper Lee γεννήθηκε στις 28 Απριλίου του 1926 στο Μονρόεβιλ της Αλαμπάμα, μια πόλη που χάρισε στον κόσμο δύο φημισμένους συγγραφείς από την ίδια γενιά, και πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου του 2016 . Η Harper Lee ήταν συμμαθήτρια στο δημοτικό με τον Τρούμαν Καπότε, η φιλία της με τον οποίο διατηρήθηκε για πολλά χρόνια (σύμφωνα με ομολογία της συγγραφέως, ο χαρακτήρας του Ντιλ βασίστηκε σ’ αυτόν, ενώ το 1966 ο Καπότε αφιέρωσε σ’ εκείνη το Εν Ψυχρώ). Η μικρότερη από τέσσερα αδέρφια, με πατέρα δικηγόρο –όπως και ο Άτικους Φιντς–, φοίτησε στο κολέγιο Χάντινγκτον, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα και πέρασε ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1950 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη όπου, αφού εργάστηκε για λίγο σε μια αεροπορική εταιρεία, αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή. Μετακόμισε σ’ ένα διαμέρισμα που δεν είχε καν ζεστό νερό, κι άρχισε να γράφει το Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια. Το 1957 υπέβαλε το χειρόγραφο στον εκδοτικό οίκο Λίπινκοτ, απ’ όπου της απάντησαν ότι το μυθιστόρημά της έμοιαζε με μια σειρά χαλαρά συνδεδεμένων διηγημάτων. Πέρασε τα δυόμισι επόμενα χρόνια ξαναγράφοντας το βιβλίο, το οποίο, όταν εκδόθηκε τελικά το 1960, απέσπασε εξαιρετικές κριτικές, κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ και χιλιάδες ενθουσιώδεις αναγνώστες. Σήμερα έχει πλέον μεταφραστεί σχεδόν σε κάθε γλώσσα στη γη, και οι πωλήσεις του ξεπερνούν τα τριάντα εκατομμύρια αντίτυπα. Η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, το 1962, κέρδισε τρία Όσκαρ, α’ ανδρικού ρόλου για τον Γκρέγκορι Πεκ, σεναρίου για τον Χόρτον Φουτ και καλλιτεχνικής διεύθυνσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου